- κουκίδα
- κουκίδα, η και κοκίδα, η1. στίγμα.2. το σημείο της τελείας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουκκίδα — και κουκίδα, η 1. στίγμα 2. το σημείο τής τελείας 3. φρ. «τρεις κουκκίδες» το σημείο τὼν αποσιωπητικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουκκίδα (ορθτ. αντί κουκίδα) < κόκκος + υποκορ. κατάλ. ίς, ίδος, με κώφωση τού ο ] … Dictionary of Greek
κοκκιδοπλαίσιο — το (ηλεκτρον.) η διαδρομή που ακολουθεί η δέσμη καθοδικών ακτίνων για να δημιουργήσει την εικόνα πάνω στην οθόνη τής τηλεοπτικής συσκευής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοκκίδα (πιθ. λόγιος τ. τού κουκίδα) + πλαίσιο. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
μπιλιάρδο — Παιχνίδι άγνωστης προέλευσης, που παίζεται με μπίλιες, πάνω σε ειδικό ορθογώνιο τραπέζι, οροθετημένο με ελαστικά περιθώρια, τις σπόντες. Η επίπεδη επιφάνεια του τραπεζιού έχει διαστάσεις 2,80 x 1,40 μ. και αποτελείται από πλάκα σχιστόλιθου που,… … Dictionary of Greek